- φωτοστοιχειοθέτης
- ο, Ν (τυπογρ.) τεχνικός που ασχολείται επαγγελματικά με την φωτοστοιχειοθεσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + στοιχειοθέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φωτοστοιχειοθετικός — ή, ό, Ν [φωτοστοιχειοθέτης] φρ. «φωτοστοιχειοθετική μηχανή» (τυπογρ.) ηλεκτρονική μηχανή φωτοστοιχειοθεσίας … Dictionary of Greek
φωτοστοιχειοθετώ — Ν [φωτοστοιχειοθέτης] (τυπογρ.) διενεργώ φωτοστοιχειοθεσία … Dictionary of Greek